- ἐπέλαμψαν
- ἐπιλάμπωshine afteraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλάμπω — ἐπιλάμπω (Α) [λάμπω] 1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.) 2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω 3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.) 4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» έλαμπε η… … Dictionary of Greek